Reverse Interlinear
1 Timothy 3
صَادِقَةٌ
Πιστὸς1
πιστός
faithful
كَلِمَةُ
λόγος3
λόγος
saying:
ٱبْتَغَى
ὀρέγεται7
ὀρέγω
aspires to,
[ٱلْ] أُسْقُفِيَّةَ
ἐπισκοπῆς6
ἐπισκοπή
overseership
[فَ] يَشْتَهِي
ἐπιθυμεῖ10
ἐπιθυμέω
he is desirous.
عَمَلًا
ἔργου9
ἔργον
a work
صَالِحًا
καλοῦ8
καλός
of good
يَجِبُ
δεῖ1
δέω
It behooves
أَنْ يَكُونَ
εἶναι6
εἰμί
to be,
أُسْقُفُ
ἐπίσκοπον4
ἐπίσκοπος
overseer
بِلَا لَوْمٍ
ἀνεπίληπτον5
ἀνεπίληπτος
above reproach
بَعْلَ
ἄνδρα9
ἀνήρ
[the] husband,
ٱمْرَأَةٍ
γυναικὸς8
γυνή
wife
وَاحِدَةٍ
μιᾶς7
εἷς
of one
صَاحِيًا
νηφάλεον10
νηφαλέος
sober,
عَاقِلًا
σώφρονα11
σώφρων
self-controlled,
مُحْتَشِمًا
κόσμιον12
κόσμιος
respectable,
مُضِيفًا لِلْغُرَبَاءِ
φιλόξενον13
φιλόξενος
hospitable,
صَالِحًا لِلتَّعْلِيمِ
διδακτικόν14
διδακτικός
able to teach,
مُدْمِنِ ٱلْخَمْرِ
πάροινον2
πάροινος
given to wine,
ضَرَّابٍ
πλήκτην4
πλήκτης
a striker,
طَامِعٍ بِٱلرِّبْحِ ٱلْقَبِيحِ
αἰσχροκερδῆ6
αἰσχροκερδής
greedy of base gain
حَلِيمًا
ἐπιεικῆ8
ἐπιεικής
gentle,
غَيْرَ مُخَاصِمٍ
ἄμαχον9
ἄμαχος
peaceable,
وَلَا مُحِبٍّ لِلْمَالِ
ἀφιλάργυρον10
ἀφιλάργυρος
not loving money,
يُدَبِّرُ
προϊστάμενον5
προΐστημι
managing,
بَيْتَ
οἴκου3
οἶκος
house
حَسَنًا
καλῶς4
καλῶς
well
أَوْلَادٌ
τέκνα6
τέκνον
children
[ٱلْ] خُضُوعِ
ὑποταγῇ9
ὑποταγή
submission,
وَقَارٍ
σεμνότητος12
σεμνότης
dignity —
[كَانَ] أَحَدٌ
τις3
τις
one
يَعْرِفُ
οἶδεν9
εἴδω
knows,
أَنْ يُدَبِّرَ
προστῆναι7
προΐστημι
to manage
بَيْتَ
οἴκου6
οἶκος
household
[فَ] كَيْفَ
πῶς10
πως
how
يَعْتَنِي
ἐπιμελήσεται13
ἐπιμελέομαι
[how] will he care for? —
[بِ] كَنِيسَةِ
ἐκκλησίας11
ἐκκλησία
[the] church
حَدِيثِ ٱلْإِيمَانِ
νεόφυτον2
νεόφυτος
a novice,
يَتَصَلَّفَ
τυφωθεὶς5
τυφόω
having been puffed up,
[فَ] يَسْقُطَ
ἐμπέσῃ8
ἐμπίπτω
he might fall
دَيْنُونَةِ
κρίμα7
κρίμα
[the] judgment
إِبْلِيسَ
διαβόλου10
διάβολος
devil.
يَجِبُ
δεῖ1
δέω
It behooves [him]
أَنْ تَكُونَ لَهُ
αὐτὸν3
αὐτός
him
[أَنْ تَكُونَ لَهُ]
ἔχειν7
ἔχω
to have
شَهَادَةٌ
μαρτυρίαν5
μαρτυρία
a testimony
حَسَنَةٌ
καλὴν6
καλός
good
[هُمْ] مِنْ خَارِجٍ
ἔξωθεν10
ἔξωθεν
outside,
يَسْقُطَ
ἐμπέσῃ15
ἐμπίπτω
he might fall,
تَعْيِيرٍ
ὀνειδισμὸν14
ὀνειδισμός
reproach
فَخِّ
παγίδα17
παγίς
[the] snare
إِبْلِيسَ
διαβόλου19
διάβολος
devil.
كَذَلِكَ
ὡσαύτως2
ὡσαύτως
likewise
[ٱل] شَّمَامِسَةُ
Διακόνους1
διάκονος
Deacons
ذَوِي وَقَارٍ
σεμνούς3
σεμνός
[must be] dignified,
ذَوِي لِسَانَيْنِ
διλόγους5
δίλογος
double-tongued,
مُولَعِينَ
προσέχοντας9
προσέχω
being given,
بِ[ٱلْ] خَمْرِ
οἴνῳ7
οἶνος
to wine
[ٱلْ] كَثِيرِ
πολλῷ8
πολύς
much
طَامِعِينَ بِٱلرِّبْحِ ٱلْقَبِيحِ
αἰσχροκερδεῖς11
αἰσχροκερδής
greedy of dishonest gain,
[وَ] لَ[يَجِبُ] هُمْ
ἔχοντας1
ἔχω
holding
[أَنْ] سِرُّ
μυστήριον3
μυστήριον
mystery
[يَكُونَ] ٱلْ
τῆς4
ὁ
of the
إِيمَانِ
πίστεως5
πίστις
faith
ضَمِيرٍ
συνειδήσει8
συνείδησις
a conscience.
طَاهِرٍ
καθαρᾷ7
καθαρός
clear
هَؤُلَاءِ
οὗτοι2
οὗτος
these
لِيُخْتَبَرُوا
δοκιμαζέσθωσαν4
δοκιμάζω
let them be tested
أَوَّلًا
πρῶτον5
πρῶτος
first;
يَتَشَمَّسُوا
διακονείτωσαν7
διακονέω
let them serve,
إِنْ كَانُوا
ὄντες9
εἰμί
being.
بِلَا لَوْمٍ
ἀνέγκλητοι8
ἀνέγκλητος
blameless
كَذَلِكَ
ὡσαύτως2
ὡσαύτως
likewise
[ٱل] نِّسَاءُ
γυναῖκας1
γυνή
Women
[ذَوَاتِ] وَقَارٍ
σεμνάς3
σεμνός
[must be] dignified,
ثَالِبَاتٍ
διαβόλους5
διάβολος
slanderers,
صَاحِيَاتٍ
νηφαλέους6
νηφαλέος
clear-minded,
أَمِينَاتٍ
πιστὰς7
πιστός
faithful
كُلِّ
πᾶσιν9
πᾶς
all things.
لِيَكُنِ
ἔστωσαν2
εἰμί
let be
[ٱل] شَّمَامِسَةُ
διάκονοι1
διάκονος
Deacons
[كُلٌّ] بَعْلَ
ἄνδρες5
ἀνήρ
husbands,
ٱمْرَأَةٍ
γυναικὸς4
γυνή
wife
وَاحِدَةٍ
μιᾶς3
εἷς
of one
مُدَبِّرِينَ
προϊστάμενοι8
προΐστημι
managing
أَوْلَادَ
τέκνων6
τέκνον
[their] children
بُيُوتَ
οἴκων12
οἶκος
households.
حَسَنًا
καλῶς7
καλῶς
well
[يَجِبُ] ٱلَّذِينَ
οἱ1
ὁ
Those
تَشَمَّسُوا
διακονήσαντες4
διακονέω
having served,
[تَكُونَ] حَسَنًا
καλῶς3
καλῶς
well
يَقْتَنُونَ
περιποιοῦνται8
περιποιέω
acquire,
لِأَنْفُسِهِمْ
ἑαυτοῖς6
ἑαυτοῦ
for themselves
دَرَجَةً
βαθμὸν5
βαθμός
a standing
حَسَنَةً
καλὸν7
καλός
good
ثِقَةً
παρρησίαν11
παρρησία
confidence
كَثِيرَةً
πολλὴν10
πολύς
great
[ٱلْ] إِيمَانِ
πίστει13
πίστις
[the] faith
ٱلَّذِي
τῇ14
ὁ
that [is]
[ٱلْ] مَسِيحِ
Χριστῷ16
Χριστός
Christ
يَسُوعَ
Ἰησοῦ17
Ἰησοῦς
Jesus.
هَذَا
Ταῦτά1
οὗτος
These things
أَكْتُبُ
γράφω3
γράφω
I am writing,
[هُ] إِلَيْكَ
σοι2
σύ
to you
رَاجِيًا
ἐλπίζων4
ἐλπίζω
hoping
أَنْ آتِيَ
ἐλθεῖν5
ἔρχομαι
to come
عَنْ قَرِيبٍ
τάχιον8
τάχος
a short time,
[كُنْتُ] أُبْطِئُ
βραδύνω3
βραδύνω
I should delay,
[فَ] لِكَيْ
ἵνα4
ἵνα
so that
تَعْلَمَ
εἰδῇς5
εἴδω
you may know
يَجِبُ أَنْ
δεῖ7
δέω
it behooves [one]
تَتَصَرَّفَ
ἀναστρέφεσθαι11
ἀναστρέφω
to conduct oneself,
بَيْتِ
οἴκῳ9
οἶκος
[the] household
ٱلَّذِي
ἥτις12
ὅστις, ἥτις
which
[شَيْءٍ] هُوَ
ἐστὶν13
εἰμί
is
كَنِيسَةُ
ἐκκλησία14
ἐκκλησία
[the] church
[ٱلْ] حَيِّ
ζῶντος16
ζάω
[the] living,
عَمُودُ
στῦλος17
στῦλος
[the] pillar
حَقِّ
ἀληθείας21
ἀλήθεια
truth.
قَاعِدَتُ
ἑδραίωμα19
ἑδραίωμα
base
بِٱلْإِجْمَاعِ
ὁμολογουμένως2
ὁμολογουμένως
confessedly,
عَظِيمٌ
μέγα3
μέγας
great
سِرُّ
μυστήριον8
μυστήριον
mystery:
تَّقْوَى
εὐσεβείας7
εὐσέβεια
of godliness
ظَهَرَ
ἐφανερώθη10
φανερόω
was revealed
[ٱلْ] جَسَدِ
σαρκί12
σάρξ
[the] flesh,
تَبَرَّرَ
ἐδικαιώθη13
δικαιόω
was justified
[ٱل] رُّوحِ
πνεύματι15
πνεῦμα
[the] Spirit,
تَرَاءَى
ὤφθη16
ὁράω
was seen
لِمَلَائِكَةٍ
ἀγγέλοις17
ἄγγελος
by angels,
كُرِزَ بِهِ
ἐκηρύχθη18
κηρύσσω
was proclaimed
[ٱلْ] أُمَمِ
ἔθνεσιν20
ἔθνος
[the] nations,
أُومِنَ بِهِ
ἐπιστεύθη21
πιστεύω
was believed on
[ٱلْ] عَالَمِ
κόσμῳ23
κόσμος
[the] world,
رُفِعَ
ἀνελήφθη24
ἀναλαμβάνω
was taken up
[ٱلْ] مَجْدِ
δόξῃ26
δόξα
glory.
Please enter your comment or explain a problem you found below.