Reverse Interlinear
2 Corinthians 5
[نَا] نَعْلَمُ
Οἴδαμεν1
εἴδω
We know
نُقِضَ
καταλυθῇ11
καταλύω
should be destroyed,
بَيْتُ
οἰκία8
οἰκία
house,
خَيْمَتِ
σκήνους10
σκῆνος
tent,
أَرْضِيُّ
ἐπίγειος6
ἐπίγειος
earthly
[فَ] لَنَا
ἔχομεν15
ἔχω
we have,
سَّمَاوَاتِ
οὐρανοῖς21
οὐρανός
heavens.
بِنَاءٌ
οἰκοδομὴν12
οἰκοδομή
a building
بَيْتٌ
οἰκίαν16
οἰκία
a house
غَيْرُ مَصْنُوعٍ بِيَدٍ
ἀχειροποίητον17
ἀχειροποίητος
not made with hands,
أَبَدِيٌّ
αἰώνιον18
αἰώνιος
eternal
نَئِنُّ
στενάζομεν5
στενάζω
we groan,
مُشْتَاقِينَ
ἐπιποθοῦντες13
ἐπιποθέω
longing.
[إِلَى] أَنْ نَلْبَسَ
ἐπενδύσασθαι12
ἐπενδύω
to be clothed with
[هَا] مَسْكَنَ
οἰκητήριον7
οἰκητήριον
dwelling
[ٱل] سَّمَاءِ
οὐρανοῦ11
οὐρανός
heaven
[كُنَّا] لَابِسِينَ
ἐνδυσάμενοι3
ἐνδύω
having put on
نُوجَدُ
εὑρεθησόμεθα6
εὑρίσκω
we will be found.
عُرَاةً
γυμνοὶ5
γυμνός
naked
[نَحْنُ] ٱلَّذِينَ
ὄντες4
εἰμί
being
خَيْمَةِ
σκήνει7
σκῆνος
tent,
نَئِنُّ
στενάζομεν8
στενάζω
we groan,
مُثْقَلِينَ
βαρούμενοι9
βαρέω
being burdened,
إِذْ
ἐπειδή10
ἐπί
because
[فَوْقَ] نُرِيدُ
θέλομεν12
θέλω
we do wish
أَنْ نَخْلَعَ
ἐκδύσασθαι13
ἐκδύω
to be unclothed
[هَا] بَلْ
ἀλλ᾽14
ἀλλά
but
أَنْ نَلْبَسَ
ἐπενδύσασθαι15
ἐπενδύω
to be clothed,
[هَا] لِكَيْ
ἵνα16
ἵνα
that
يُبْتَلَعَ
καταποθῇ17
καταπίνω
may be swallowed up
مَائِتُ
θνητὸν19
θνητός
mortal
صَنَعَ
κατεργασάμενος3
κατεργάζομαι
having prepared
عَيْنِهِ
αὐτὸ6
αὐτός
very
[هُوَ] ٱللهُ
θεός8
θεός
[is] God,
أَعْطَا
δοὺς11
δίδωμι
having given
عَرْبُونَ
ἀρραβῶνα14
ἀρραβών
pledge
رُّوحِ
πνεύματος16
πνεῦμα
Spirit,
فَإِذًا
οὖν2
οὖν
therefore
[نَحْنُ] وَاثِقُونَ
Θαρροῦντες1
θαρρέω
being confident
كُلَّ حِينٍ
πάντοτε3
πάντοτε
always
عَالِمُونَ
εἰδότες5
εἴδω
knowing
[نَحْنُ] مُسْتَوْطِنُونَ
ἐνδημοῦντες7
ἐνδημέω
being at home
جَسَدِ
σώματι10
σῶμα
body,
[فَ] نَحْنُ مُتَغَرِّبُونَ
ἐκδημοῦμεν11
ἐκδημέω
we are absent
رَّبِّ
κυρίου14
κύριος
Lord;
[ٱلْ] إِيمَانِ
πίστεως2
πίστις
faith
نَسْلُكُ
περιπατοῦμεν4
περιπατέω
we walk,
[ٱلْ] عِيَانِ
εἴδους7
εἶδος
sight.
نَثِقُ
θαρροῦμεν1
θαρρέω
We are confident
نُسَرُّ
εὐδοκοῦμεν4
εὐδοκέω
are pleased,
بِٱلْأَوْلَى
μᾶλλον5
μᾶλλον
rather
أَنْ نَتَغَرَّبَ
ἐκδημῆσαι6
ἐκδημέω
to be absent
[وَ] جَسَدِ
σώματος9
σῶμα
body,
نَسْتَوْطِنَ
ἐνδημῆσαι11
ἐνδημέω
to be at home
رَّبِّ
κύριον14
κύριος
Lord.
لِذَلِكَ
διὸ1
διό
Therefore
نَحْتَرِصُ
φιλοτιμούμεθα3
φιλοτιμέομαι
we are ambitious,
مُسْتَوْطِنِين
ἐνδημοῦντες5
ἐνδημέω
being at home
[كُنَّا] أَوْ
εἴτε6
εἴτε
or
مُتَغَرِّبِينَ
ἐκδημοῦντες7
ἐκδημέω
being away,
أَنْ نَكُونَ
εἶναι10
εἰμί
to be.
مَرْضِيِّينَ
εὐάρεστοι8
εὐάρεστος
well-pleasing
عِنْدَهُ
αὐτῷ9
αὐτός
to Him
[هُ] لَابُدَّ أَنَّ
δεῖ6
δέω
it behooves
نُظْهَرُ
φανερωθῆναι5
φανερόω
to be revealed
أَمَامَ
ἔμπροσθεν7
ἔμπροσθεν
before
كُرْسِيِّ
βήματος9
βῆμα
judgment seat
مَسِيحِ
Χριστοῦ11
Χριστός
of Christ,
يَنَالَ
κομίσηται13
κομίζω
may receive back
كُلُّ وَاحِدٍ
ἕκαστος14
ἕκαστος
each
مَا
τὰ15
ὁ
the things [done]
جَسَدِ
σώματος18
σῶμα
body,
بِحَسَبِ
πρὸς19
πρός
according to
صَنَعَ
ἔπραξεν21
πράσσω
he did,
خَيْرًا
ἀγαθὸν23
ἀγαθός
good
[كَانَ] أَمْ
εἴτε24
εἴτε
or
شَرًّا
κακόν25
φαῦλος
evil.
إِذْ [نَحْنُ] عَالِمُونَ
Εἰδότες1
εἴδω
Knowing
مَخَافَةَ
φόβον4
φόβος
fear
رَّبِّ
κυρίου6
κύριος
Lord,
نُقْنِعُ
πείθομεν8
πείθω
we persuade
[ٱل] نَّاسَ
ἀνθρώπους7
ἄνθρωπος
men
[فَ] قَدْ صِرْنَا ظَاهِرِينَ
πεφανερώμεθα11
φανερόω
we have been made manifest;
أَرْجُو
ἐλπίζω12
ἐλπίζω
I hope
أَنَّنَا قَدْ صِرْنَا ظَاهِرِينَ
πεφανερῶσθαι19
φανερόω
to have been made manifest.
ضَمَائِرِ
συνειδήσεσιν17
συνείδησις
consciences
نَمْدَحُ
συνιστάνομεν5
συνίστημι, συνιστάω
are we commending
أَنْفُسَنَا
ἑαυτοὺς4
ἑαυτοῦ
ourselves
أَيْضًا
πάλιν3
πάλιν
again
لَدَيْكُمْ
ὑμῖν6
σύ
to you,
نُعْطِي
διδόντες9
δίδωμι
are giving
فُرْصَةً
ἀφορμὴν8
ἀφορμή
occasion
[ل] ِٱفْتِخَارِ
καυχήματος11
καύχημα
of boasting
مِنْ [لَ] جِهَتِ
ὑπὲρ12
ὑπέρ
on behalf of
يَكُونَ لَكُمْ
ἔχητε15
ἔχω
you may have [an answer]
[جَوَابٌ] عَلَى
πρὸς16
πρός
toward
يَفْتَخِرُونَ
καυχωμένους20
καυχάομαι
boasting,
[ٱلْ] وَجْهِ
προσώπῳ19
πρόσωπον
appearance
قَلْبِ
καρδίᾳ23
καρδία
[the] heart.
صِرْنَا مُخْتَلِّينَ
ἐξέστημεν3
ἐξίστημι
we are beside ourselves,
[فَ] لِلهِ
θεῷ4
θεός
[it is] to God;
كُنَّا عَاقِلِينَ
σωφρονοῦμεν6
σωφρονέω
we are sober-minded
[فَ] لَكُمْ
ὑμῖν7
σύ
[it is] for you.
مَحَبَّةَ
ἀγάπη3
ἀγάπη
love
مَسِيحِ
Χριστοῦ5
Χριστός
of Christ
تَحْصُرُ
συνέχει6
συνέχω
compels
إِذْ [نَحْنُ] نَحْسِبُ
κρίναντας8
κρίνω
having concluded
[كَانَ] وَاحِدٌ
εἷς12
εἷς
One
قَدْ مَاتَ
ἀπέθανεν15
ἀποθνήσκω
has died,
[ٱلْ] جَمِيعِ
πάντων14
πᾶς
all
فَإِذًا
ἄρα16
ἄρα
therefore
مَاتُوا
ἀπέθανον19
ἀποθνήσκω
have died.
[هُوَ] مَاتَ
ἀπέθανεν4
ἀποθνήσκω
He died,
[ٱلْ] جَمِيعِ
πάντων3
πᾶς
all
يَعِيشَ
ζῶσιν10
ζάω
should live,
أَحْيَاءُ
ζῶντες7
ζάω
living,
فِيمَا بَعْدُ لَا
μηκέτι8
μηκέτι
no longer
لِأَنْفُسِهِمْ
ἑαυτοῖς9
ἑαυτοῦ
to themselves
لِلَّذِي
τῷ12
ὁ
to the [One]
مَاتَ
ἀποθανόντι15
ἀποθνήσκω
having died
قَامَ
ἐγερθέντι17
ἐγείρω
having been raised again.
إِذًا
Ὥστε1
ὥστε
Therefore
نَعْرِفُ
οἴδαμεν7
εἴδω
regard
لَا أَحَدًا
οὐδένα6
οὐδείς
no one
حَسَبَ
κατὰ8
κατά
according to
[ٱلْ] جَسَدِ
σάρκα9
σάρξ
[the] flesh.
[كُنَّا] قَدْ عَرَفْنَا
ἐγνώκαμεν13
γινώσκω
we have regarded
[ٱلْ] مَسِيحَ
Χριστόν16
Χριστός
Christ,
حَسَبَ
κατὰ14
κατά
according to
[ٱلْ] جَسَدِ
σάρκα15
σάρξ
flesh
لَا نَعْرِفُهُ
γινώσκομεν20
γινώσκω
we regard [Him thus].
بَعْدُ
οὐκέτι19
οὐκέτι
no longer
إِذًا
ὥστε1
ὥστε
Therefore
[كَانَ] أَحَدٌ
τις3
τις
anyone
[ٱلْ] مَسِيحِ
Χριστῷ5
Χριστός
Christ,
[هُوَ] خَلِيقَةٌ
κτίσις7
κτίσις
creation.
جَدِيدَةٌ
καινὴ6
καινός
[he is] a new
[أَشْيَاءُ] ٱلْ
τὰ8
ὁ
The
عَتِيقَةُ
ἀρχαῖα9
ἀρχαῖος
old things
قَدْ مَضَتْ
παρῆλθεν10
παρέρχομαι
have passed away;
هُوَذَا
ἰδοὺ11
ἰδού
behold,
كُلُّ
πάντα15
πᾶς
all things
قَدْ صَارَ
γέγονεν12
γίνομαι
has come into being
جَدِيدًا
καινά13
καινός
[the] new.
كُلَّ
πάντα3
πᾶς
all things
صَالَحَ
καταλλάξαντος8
καταλλάσσω
having reconciled
[فَ] لِنَفْسِهِ
ἑαυτῷ10
ἑαυτοῦ
to Himself
[ٱلْ] يَسُوعَ
Ἰησοῦ12
Ἰησοῦς
Jesus
[ٱلْ] مَسِيحِ
Χριστοῦ13
Χριστός
Christ,
أَعْطَا
δόντος15
δίδωμι
having given
خِدْمَةَ
διακονίαν18
διακονία
ministry
[ٱلْ] مَسِيحِ
Χριστῷ6
Χριστός
Christ
مُصَالِحًا
καταλλάσσων8
καταλλάσσω
reconciling
[ٱلْ] عَالَمَ
κόσμον7
κόσμος
[the] world
لِنَفْسِهِ
ἑαυτῷ9
ἑαυτοῦ
to Himself,
حَاسِبٍ
λογιζόμενος11
λογίζομαι
reckoning
لَهُمْ
αὐτοῖς12
αὐτός
to them
خَطَايَا
παραπτώματα14
παράπτωμα
trespasses
هُمْ
αὐτῶν15
αὐτός
of them,
وَاضِعًا
θέμενος17
τίθημι
having put
كَلِمَةَ
λόγον21
λόγος
word
مُصَالَحَةِ
καταλλαγῆς23
καταλλαγή
of reconciliation.
نَسْعَى كَسُفَرَاءَ
πρεσβεύομεν4
πρεσβεύω
we are ambassadors,
[ٱلْ] مَسِيحِ
Χριστοῦ2
Χριστός
Christ
يَعِظُ
παρακαλοῦντος8
παρακαλέω
is beseeching
نَطْلُبُ
δεόμεθα11
δέομαι
We implore
عَنِ
ὑπὲρ12
ὑπέρ
on behalf
[ٱلْ] مَسِيحِ
Χριστοῦ13
Χριστός
of Christ:
تَصَالَحُوا
καταλλάγητε14
καταλλάσσω
Be reconciled
مَعَ ٱللهِ
θεῷ16
θεός
to God.
[هُ] جَعَلَ
ἐποίησεν9
ποιέω
He made,
يَعْرِفْ
γνόντα4
γινώσκω
having known
خَطِيَّةً
ἁμαρτίαν5
ἁμαρτία
sin,
خَطِيَّةً
ἁμαρτίαν8
ἁμαρτία
sin
نَصِيرَ
γινώμεθα12
γίνομαι
might become
بِرَّ
δικαιοσύνη13
δικαιοσύνη
[the] righteousness
Please enter your comment or explain a problem you found below.